- μέσο
- και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον)1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας»)2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το οποίο απέχει ίση απόσταση από αυτά3. (για χρόνο) σημείο το οποίο απέχει εξίσου από την αρχή και από το τέλος μιας ενέργειας4. (ως επίρρ.) μέσο και μέσονα) στη μέση, στο κέντροβ) ανάμεσα, μεταξύ5. φρ. α) «εν τω μέσω» ή «εν μέσω» ή «εις το μέσον» ή «εἰς τὸ μεσόν»i) μεταξύ, ανάμεσα («βρέθηκα εν μέσω φίλων ξαφνικά»ii) στη διάρκεια ενός γεγονότος, εν τω μεταξύβ) «διά μέσου» ή, απλώς, «μέσω» — μέσα από, ανάμεσα («ταξίδεψα μέσω Ρώμης»)7. στον πληθ. τα μέσατα εντόσθια, τα σπλάγχνανεοελλ.1. μεσολάβηση2. στον πληθ. α) τα κόπρανα («να ξύνεις κοιλιές και να τρως τα μέσα»)β) χρηματικοί πόροι («έχω τα μέσα να στείλω το παιδί μου στο εξωτερικό για σπουδές»)3. φρ. α) «έχω μεγάλα ή πολλά μέσα» — έχω ισχυρούς προστάτες ή υποστηρικτές («θ' άνέβει ψηλά γιατί έχει πολλά μέσα»)β) «μέσα αναγκαστικά»(νομ.) όσα χορηγούνται στον δανειστή προκειμένου να εξαναγκάσει τον οφειλέτη του να επιστρέψει πίσω τα οφειλόμεναγ) «μέσα επικοινωνίας» — κάθε σύστημα μεταφοράς πληροφοριών ή κάθε κινητός φορέας που χρησιμεύει για τη μεταβίβαση ή τη μετάδοση μηνυμάτωνδ) «μέσα μαζικής ενημέρωσης» — μέσα επικοινωνίας και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών, όπως είναι το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο τύπος, τα οποία απευθύνονται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπωνε) «μέσα παραγωγής»(κατά τη μαρξιστική ορολογία) έννοια που χαρακτηρίζει το σύνολο τών υλικών στοιχείων τα οποία είναι απαραίτητα για την παραγωγική διαδικασία, σε διάκριση από το ανθρώπινο στοιχείο τής παραγωγής, δηλαδή τους εργαζομένουςστ) «μέσα πληρωμής» — το χρήμα και τα υποκατάστατά του, όπως η επιταγή, η συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγήνζ) «μέσα μεταφοράς» ή «μεταφορικά μέσα» — οχήματα που χρησιμεύουν για τη μεταφορά ατόμων από ένα σημείο σε άλλονεοελλ.-μσν.1. καθετί που συντελεί στην επίτευξη ενός σκοπού, στην επιτυχία ενός έργου («το αποτελεσματικότερο μέσο για την αντιμετώπιση πολλών νόσων είναι η καθαριότητα»)2. (ως επίρρ.) α) στο κέντροβ) εντόςμσν.1. (ως επίρρ.) α) στα δύοβ) χρον. κατά τη διάρκειαγ) μπροστά, ενώπιον κάποιουδ) διά μέσου2. φρ. α) «εἰς μέσον»i) μέσα, εντόςii) χρον. μέσα σε διάστημα, σε προθεσμίαβ) «ἐκ τοῡ μέσου» — από ανάμεσαγ) «στὸ μέσο τοῡτο» — εν τω μεταξύδ) «ἐκβάλλω κάποιον ἐκ τοῡ μέσου [ή ἐκ τὸ μέσον]» — βγάζω κάποιον από τη μέση, τόν σκοτώνωε) «σεβαίνω εἰς τὸ μέσον» — παρεμβαίνω, μεσολαβώστ) «φέρνω εἰς τὸ μέσον» — δημιουργώζ) «φεύγω ἀπὸ τὸ μέσον» — αποχωρώ, απομακρύνομαιμσν.-αρχ.1. ενδιάμεση κατάσταση2. φρ. α) «εἰς τὸ μέσον (ή μεσόν]» — μπροστά σε ομήγυρηβ) «τὰ ἐν τῷ μέσῳ» — τα γεγονότα που μεσολαβούναρχ.1. η μέση φωνή2. ο μέσος όρος3. η διαφορά4. η μετριότητα, το μέτριο5. μέτρια δύναμη6. (λογ.) ο μέσος όρος συλλογισμού7. είδος δικαστηρίου στην Αθήνα8. στον πληθ. τὰ μέσαα) (για ποιήματα) τα ογκώδηβ) μαθημ. μέσοι όροι αναλογίαςγ) αστρον. η εκλειπτικήδ) ο ισημερινός στρεφόμενης σφαίραςε) (φιλοσ.) τα αδιάφοραστ) όρχεις, μέζεα*9. (ως επίρρ.) μέσον και μέσσονα) σε μέτριο βαθμόβ) με ενδιάμεσο τρόπογ) στη μέση φωνή10. φρ. α) «ἐκ τοῡ μέσου» — βγάζω κάτι παράμεραβ) «οἱ διὰ μέσον» — η κεντρώα πολιτική παράταξη, οι μετριοπαθείςγ) «τὸ διὰ μέσον» — η μεσαία τάξηδ) «ἐς μέσον τίθημι τινί τι» — θέτω βραβείο στο μέσον για κάποιον προκειμένου να αγωνιστεί για αυτόε) «ἐς τὸ μέσον τιθέναι» — προτείνω ή παρουσιάζω κάτι στο κοινόστ) «τὸ ἀνὰ μέσον» — μεταξύ, ανάμεσαζ) «τὸ διὰ μέσου» — μεταξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μέσος*].
Dictionary of Greek. 2013.